εκκοιμώμαι

εκκοιμώμαι
ἐκκοιμῶμαι (-άομαι) (Α)
σηκώνομαι από τον ύπνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”